Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010
Η Anne Sexton διαβάζει (ΙI)
Η Anne Sexton διαβάζει το ποίημά της "Her kind" - "Ον του είδους της" από την ποιητική της συλλογή "To Bedlam and partway back" - "Προς το Μπέντλαμ και εν μέρει προς τα πίσω".
Η Anne Sexton διαβάζει (Ι)
Η Anne Sexton διαβάζει το ποίημά της "The truth the dead know" - "H αλήθεια που ξέρουν οι νεκροί" από την ποιητική της συλλογή All my pretty ones" - "Όλοι οι ακριβοί μου".
Ανθολογία "Anne Sexton - Ποιήματα" - εκδόσεις Printa
Από τις εκδόσεις Printa, και στη σειρά «Ποίηση για πάντα», κυκλοφόρησε η εκτενής ανθολογία Anne Sexton – Ποιήματα, σε μετάφραση της Δήμητρας Σταυρίδου. Την επιμέλεια της σειράς έχει η Παυλίνα Παμπούδη.
Η έκδοση περιλαμβάνει αντιπροσωπευτικά ποιήματα της Αν Σέξτον από το σύνολο του ποιητικού της έργου (τις δέκα ποιητικές συλλογές της) με σκοπό την όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση του έργου της στο ελληνικό κοινό.
Η Αν Σέξτον, βραβευμένη με το βραβείο Πούλιτζερ το 1967, είναι μία από τις σπουδαιότερες ποιήτριες των αμερικανικών γραμμάτων και θεωρείται η σημαντικότερη εκπρόσωπος της λεγόμενης εξομολογητικής ποίησης.
Η Σέξτον δεν δίστασε να φέρει στο φως θραύσματα από το «πιο βαθύ και πιο σπασμένο κομμάτι (της)», γράφοντας για πρώτη φορά τόσο ανοιχτά για τις εμπειρίες της από τις ψυχιατρικές κλινικές, τον αλκοολισμό του πατέρα της, τη βαριά επιρροή της μητέρας της στη ζωή της, την παιδική ηλικία, αλλά και τους εραστές της, τη μητρότητα, τη θηλυκότητα, την τρέλα και βεβαίως το θάνατο. Ήδη από την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής της το 1960, τα ποιήματά της είχαν τεράστια απήχηση σε κοινό και κριτικούς και η ίδια ήταν εξαιρετικά δημοφιλής καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της.
Η ποίησή της, προσωπική, σαρκική και συχνά οδυνηρή, μιλά κυρίως για τους πάσχοντες που αναζητούν καταφύγιο στο θάνατο αλλά και για όσους επιλέγουν τη ζωή, συνειδητά και ξεκάθαρα, κόντρα σε «ένοχες ευχές» για το αντίθετο. Η ποιήτρια που είχε απόλυτη ανάγκη τους στενούς της ανθρώπους «για να της λένε ποια είναι» έζησε και έγραψε στα όρια, καταγράφοντας μια φρενήρη πτήση μεταξύ των ανώτατων και των κατώτατων σημείων του ανθρώπινου ψυχισμού και των ηδονικών απολαύσεων της ζωής, πτήση που τερματίστηκε –αναμενόμενα ίσως– με την αυτοκτονία της το 1974. Έκτοτε, η ποίηση της Αν Σέξτον εξακολουθεί να συγκλονίζει, λειτουργώντας σαν το «τσεκούρι για την παγωμένη θάλασσα μέσα μας».
Πέρα από την εκτενή εισαγωγή και τις σημειώσεις της μεταφράστριας, την έκδοση συμπληρώνει μια εκ βαθέων συνέντευξη της Αν Σέξτον στην επιθεώρηση Paris Review.
***
Anne Sexton Ποιήματα
Εισαγωγή-Μετάφραση: Δήμητρα Σταυρίδου
Σελ. 384
ISBN: 978-960-6624-33-9
Η ωραία κοιμωμένη
Φέρτε στο νου σας
ένα κορίτσι που γλιστράει συνεχώς,
με τα μπράτσα να καμπυλώνουν σαν γέρικα καρότα,
μέσα στην έκσταση του υπνωτιστή,
μέσα στον κόσμο των πνευμάτων
μιλώντας με το δώρο των γλωσσών.
Έχει κολλήσει στη μηχανή του χρόνου,
ξαφνικά είναι δύο χρονών και πιπιλά το δάχτυλό της,
σαν σαλιγκάρι στρέφεται προς τα μέσα,
μαθαίνει να μιλά ξανά.
Κάνει ένα ταξίδι.
Κολυμπά όλο και πιο μακριά, όλο και πιο πίσω,
σαν σολομός,
παλεύοντας να μπει μες το τσαντάκι της μητέρας της.
Μικρή κουκλίτσα,
έλα στον μπαμπά.
Κάτσε στο γόνατό μου.
Έχω φιλιά για το σβέρκο σου.
Μια δεκάρα για τις σκέψεις σου, Πριγκίπισσα.
Θα τις κυνηγήσω σαν να 'τανε σμαράγδια.
Γίνε το παιχνιδάκι μου
και θα σου δώσω ρίζες.
Αυτού του είδους το ταξίδι,
θεριεμένο σαν αγιόκλημα.
Τηλέφωνα
Να ένα κόκκινο βιβλίο που λέγεται ΤΗΛΕΦΩΝΑ
μεγέθους είκοσι επί δέκα. Ορίστε, εκεί είναι.
Το κόκκινο βιβλίο μου, όνομα, οδός, τηλέφωνο.
Όλοι αυτοί είν' άνθρωποι που κάπως τους κατέχω.
Κι όμως, πλαστά είναι κάποια απ' αυτά τα ονόματα.
Εκεί, πλάι στο Frigidaire και το Dictaphone ,
δίπλα στον Μαξ και τον Φρεντ και την Πέγκι και τον Τζον,
δίπλα στον Έρικ από το Σιάτλ και τον Σνουκ από το Σασκατσουάν
βρίσκονται όλα τα αγαπητά ονόματα. Ψεύδεται το μελάνι.
Γεια σας! Γεια σας! Αντίο. Και μετά διακοπή.
Κι έτσι εκτελώ έναν χορό θανάτου, έναν χορό
του αντίχειρα. Βάζω φιδοπουκάμισο
στο όνομα επάνω όμως δεν λέει να σβηστεί.
Το ίχνος του αντίχειρά μου πατάω με μελάνι.
Τρέχουν τα σάλια μου σε εκστασιασμό
και παίρνω πτύσμα και αίμα και κρασί και ασπιρίνη,
ένα μείγμα να φτιάξω, να το απλώσω στο πρόσωπό μου.
Μετά δαγκώνω τη σελίδα, μια παράξενη ερωμένη των νεκρών
και το ρολόι μου τραγουδάει “Γεια σας” και το όνομα ταΐζεται.
Όνομα, μέσα σου θα πνιγώ όπως η μητέρα στο ξίδι
γιατί σε έχω κληρονομήσει, μια αναβολή, μια μεταφορά.
Κι εσύ, που πέθανες χωρίς την έγκρισή μου, μάγε,
εσύ που δεν με αγάπησες ποτέ παρ' όλο που σου πρόσφερα
όλη τη ζάχαρη σαν έπεφταν τ' αστέρια, εσύ που μαύρισες
τον κήπο μου και το ισχιακό μου οστό
με το να καταγράφεις τα ψεγάδια μου,
εσύ που έβαλες κόλλα στο φλιτζάνι του καφέ μου
και σκουλήκια στο γλυκό μου,
εσύ που με άφησες να υποκριθώ
πως ήσουν ο πατερούλης των ποιημάτων,
μάγε, εσύ στέκεσαι
για όλους, για όλους τους κακούς νεκρούς,
μια Μπάντα του Στρατού της Σωτηρίας
που παίζει για κανέναν.
Είμαι τσιμέντο. Τυφλό το μέσα μου πουλί
καθώς μ' ένα μαχαίρι το όνομά σου
αφαιρώ και όλου του νεκρού σου είδους.
11 Σεπτεμβρίου 1972
***
Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στην ανθολογία "Anne Sexton - Ποιήματα" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.
Ρούχα
Φόρα ένα καθαρό πουκάμισο
πριν πεθάνεις, είπε κάποιος Ρώσος.
Κάτι που δε θα έχει σάλια, παρακαλώ,
ούτε λεκέδες από αυγό, ούτε αίμα,
ούτε ιδρώτα ή σπέρμα.
Με θέλεις καθαρή, Θεέ μου,
έτσι κι εγώ θα προσπαθήσω να υπακούσω.
Κάνει το καπέλο που φορούσα
όταν παντρεύτηκα;
Λευκό, πλατύ, με ψεύτικα λουλούδια σε μια μικρή σειρά.
Είναι παλιομοδίτικο κι έχει τόσο στιλ όσο ένα σκαθάρι,
όμως ταιριάζει να πεθάνεις φορώντας κάτι νοσταλγικό.
Θα πάρω και το πουκάμισο που φορούσα στα βαψίματα,
που έχει πλυθεί τόσες φορές και έχει φυσικά
λεκέδες από κάθε κίτρινη κουζίνα που έχω βάψει.
Θεέ μου, δε σε πειράζει να φέρω όλες τις κουζίνες μου;
Βαστούν τα γέλια της οικογένειας και τη σούπα.
Για στηθόδεσμο
(χρειάζεται να το αναφέρω;)
εκείνο το ενισχυμένο μαύρο που μόλις το 'βγαλα
με χλεύασε ο εραστής μου.
“Πού πήγε το υπόλοιπο;” μου είπε.
Θα πάρω και
τη φούστα της εγκυμοσύνης μου του ενάτου μήνα,
παράθυρο για της αγάπης την κοιλιά
απ' όπου ξεπετάχτηκαν ένα ένα τα μωρά σαν μήλα,
στο εστιατόριο σπάσανε τα νερά,
φτιάχνοντας ένα σπίτι θορυβώδες όπου θα 'θελα να πεθάνω.
Για εσώρουχα θα πάρω άσπρα βαμβακερά,
αυτά της παιδικής μου ηλικίας,
γιατί ήτανε της μάνας μου η γνώμη
πως τα καλά κορίτσια φοράνε μόνο άσπρο βαμβάκι.
Κι αν είχε ζήσει να το δει
θα μ' είχε επικηρύξει
για τα κόκκινα, τα μαύρα, τα μπλε που έχω φορέσει.
Όμως εγώ θα συμφωνούσα απολύτως
να πεθάνω σαν καλό κορίτσι
και να μυρίζω χλωρίνη και αποσμητικό.
Ως δεκαεξάρα
θα πέθαινα γεμάτη απορίες.
***
Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στην ανθολογία "Anne Sexton - Ποιήματα" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.
Επιθυμώντας να πεθάνω
Εφόσον ρωτάς, τις περισσότερες μέρες δεν μπορώ να θυμηθώ.
Μέσα στα ρούχα μου βαδίζω, δίχως σημάδια από εκείνο το ταξίδι.
Τότε η σχεδόν ακατονόμαστη λαγνεία επιστρέφει.
Ακόμα και τότε, δεν έχω τίποτα εναντίον της ζωής.
Ξέρω καλά εκείνο το παχύ γρασίδι που αναφέρεις,
τα έπιπλα που έβαλες κάτω από τον ήλιο.
Όμως οι απόπειρες έχουν μια γλώσσα ειδική.
Σαν μάστορες, θέλουν να ξέρουν ποια εργαλεία.
Ποτέ τους δε ρωτούν γιατί να χτίσω.
Δύο φορές διακήρυξα τόσο απλά τον εαυτό μου,
κυριαρχούσα στον εχθρό, έφαγα τον εχθρό,
και δέχτηκα την τέχνη, τη μαγεία του.
Μ' αυτό τον τρόπο, αναπαύτηκα,
βαριά και σκεπτική, θερμότερη από λάδι ή νερό,
με τα σάλια μου να τρέχουν απ' το στόμα.
Δεν σκέφτηκα το σώμα μου να το τρυπούν βελόνες.
Ακόμα και οι κερατοειδείς χαθήκαν και τα υπολείμματα
των ούρων.
Οι απόπειρες έχουν ήδη προδώσει το σώμα.
Θνησιγενείς, δεν πεθαίνουν πάντα,
μα θαμπωμένες, να λησμονήσουν δεν μπορούν ένα
ναρκωτικό τόσο γλυκό
που ακόμα και παιδιά χαμογελώντας θα το θαύμαζαν.
Να χώνεις όλη τούτη τη ζωή κάτω από τη γλώσσα σου!
Αυτό γίνεται πάθος από μόνο του.
Ο θάνατος είναι ένα λυπημένο κοκκαλάκι. Μελανιασμένο
θα 'λεγες
κι όμως με περιμένει, χρόνο με το χρόνο,
για να γιατρέψει απαλά μία παλιά πληγή,
να αδειάσει την ανάσα μου από τη φυλακή της.
Σε ισορροπία εκεί, η απόπειρα συναντά καμιά φορά,
μαινόμενη ενάντια στους καρπούς, μία πρησμένη σελήνη
κι αφήνει το ψωμί που το μπερδέψαν με φιλί,
αφήνει τη σελίδα του βιβλίου απρόσεχτα ανοιχτή,
αφήνει κάτι ανείπωτο, το τηλέφωνο κατεβασμένο
και την αγάπη, ό,τι κι αν ήταν, ένα λοιμώδες νόσημα.
3 Φεβρουαρίου 1964
***
Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στην ανθολογία "Anne Sexton - Ποιήματα" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)