Ποια είναι αυτή που έχεις στην αγκαλιά σου;
Είναι αυτή στην οποία εναπόθεσα τα οστά μου
κι έχτισα ένα σπίτι που ήταν μόνο μία κλίνη
κι έχτισα μια ζωή που κράτησε πάνω από μία ώρα
κι έχτισα ένα κάστρο όπου δε ζει κανείς
κι έχτισα, τελικά, ένα τραγούδι
για να ταιριάζει με την τελετή.
Γιατί την έφερες εδώ;
Γιατί χτυπάς την πόρτα μου
με τα λιγοστά σου αποθέματα και τα τραγούδια σου;
Ενώθηκα μαζί της όπως ενώνεται ο άντρας
με τη γυναίκα, αν και δεν υπήρχε χώρος
για εορτασμούς και τυπικότητες
κι αυτά τα πράγματα μετράνε, ξέρετε, για μια γυναίκα.
Και ζούμε, βλέπετε, σε κλίμα ψυχρό
και δεν μας επιτρέπεται να φιλιόμαστε στο δρόμο
έτσι επινόησα ένα τραγούδι που δεν ήταν αληθινό.
Επινόησα ένα τραγούδι που το λένε Γάμο.
Βγαίνεις από το γάμο σου και έρχεσαι σε μένα
κλωτσάς τα σκαλοπάτια του σπιτιού μου
και μου ζητάς να προσμετρήσω αυτά τα πράγματα;
Ποτέ. Ποτέ. Όχι η πραγματική μου γυναίκα.
Είναι η αληθινή μου μάγισσα, είναι πιρούνι και φοράδα μου
η μάνα των δακρύων μου, το μισοφόρι μου της κόλασης
το αποτύπωμα των μαρτυρίων μου, το ίχνος απ’ τις μελανιές
κι επίσης τα παιδιά που θα μπορούσε να γεννήσει
μα κι ένας τόπος ιδιωτικός, ένα κορμί οστέινο
το οποίο ειλικρινά θα αγόραζα εάν μπορούσα να αγοράσω
το οποίο και θα παντρευόμουν εάν μπορούσα να παντρευτώ.
Μήπως να σε βασάνιζα γι αυτό;
Κάθε άνθρωπος έχει την μικρή μοίρα που του έλαχε
και η δική σου είναι μια μοίρα παθιασμένη.
Μα βασανίζομαι όμως. Δεν έχουμε τόπο.
Η κλίνη που μοιραζόμαστε μοιάζει σχεδόν με φυλακή
όπου δεν μπορώ να πω λουλουδάκι μου, παπάκι ή σπουργιτάκι
καρδούλα, αγαπημένη, κορίτσι του καλοκαιριού μου, αστείο μου κορίτσι
κι όλες αυτές τις ανοησίες που λέει κάποιος στο κρεβάτι.
Να πω ότι κοιμήθηκα μαζί της δεν αρκεί.
Δεν την πήγα απλά στο κρεβάτι.
Την έδεσα σ’ αυτό, με κόμπο.
Τότε γιατί στις τσέπες
χώνεις και σφίγγεις τις γροθιές σου;
Γιατί τα πόδια σου κουνάς
σαν σχολιαρόπαιδο;
Έδενα χρόνια αυτόν τον κόμπο στα όνειρά μου.
Σ’ ένα απ’ αυτά τα όνειρα πέρασα από μια πόρτα
κι εκείνη στέκονταν εκεί φορώντας την ποδιά της μάνας μου.
Μια άλλη φορά, σύρθηκε έξω απ’ το παράθυρο που είχε σχήμα
κλειδαρότρυπας φορώντας τα ροζ κοτλέ της κόρης μου.
Κάθε φορά έδενα αυτές τις γυναίκες σ’ έναν κόμπο.
Και όταν κατέφτασε μια άνασσα, την έδεσα κι αυτήν.
Όμως αυτόν τον κόμπο τον έδεσα στ’ αλήθεια
τώρα την έχω δέσμια, γερά.
Φώναξα τ’ όνομά της δυνατά. Την αιχμαλώτισα.
Της έβαλα σφραγίδα ένα τραγούδι.
Δεν υπήρχε άλλος χώρος γι αυτό.
Δεν υπήρχε άλλη κάμαρα γι αυτό.
Μόνον ο κόμπος. Ο κόμπος ο δεμένος στο κρεβάτι.
Έτσι άπλωσα τα χέρια μου επάνω της
και είπα ότι τα μάτια και το στόμα της μου ανήκουν
όπως και η γλώσσα της, δική μου.
Για ποιον λόγο μου ζητάς να επιλέξω;
Δεν είμαι δικαστής, ούτε και ψυχολόγος.
Δικός σου είναι ο κόμπος ο δεμένος στο κρεβάτι.
Κι όμως περνώ αληθινές μέρες και νύχτες
με παιδιά και μπαλκόνια και μια καλή σύζυγο.
Έτσι έδεσα αυτούς τους άλλους κόμπους
και προτιμώ να μην τους σκέφτομαι
όταν σου μιλώ για εκείνην. Όχι τώρα.
Αν ήτανε ενοικιαζόμενο δωμάτιο, θα το πλήρωνα.
Αν ήταν μια ζωή που χρειαζόταν σωτηρία, θα την έσωζα.
Ίσως είμαι ένας άντρας με πολλές καρδιές.
Άντρας με πολλές καρδιές;
Τότε γιατί τρέμεις έξω από την πόρτα μου;
Ένας τέτοιος άντρας δεν θα με είχε ανάγκη.
Είμαι βαθιά μπλεγμένος στο χρώμα της βαφής της.
Σ’ άφησα επί τω έργω να με πιάσεις,
στις νεανικές μου τρέλες, σ’ ένα τρελό ρολόι
για την φοράδα μου, το περιστέρι μου και το δικό μου καθαρό κορμί.
Μπορεί να λεν για μένα ότι έχω φίδια μες τις μπότες μου
όμως εγώ σου λέω ότι για μία μόνο φορά βρίσκομαι στους αναβολείς,
για μια μόνο φορά, γι αυτή τη φορά, βρίσκομαι μες το κύπελλο.
Η αγάπη της γυναίκας είναι μέσα στο τραγούδι.
Την ονόμασα η γυναίκα με τα κόκκινα.
Την ονόμασα η γυναίκα με τα ροζ
όμως εκείνη ήτανε δέκα χρώματα
και δέκα γυναίκες
και μετά βίας μπορούσα να της δώσω ένα όνομα.
Ξέρω για ποια μιλάς.
Το έκανες ξεκάθαρο ποια είναι.
Ίσως δεν έπρεπε να εκφραστώ με λόγια.
Ειλικρινά, δεν το αξίζω αυτό το φίλημα,
πιωμένος σαν σωληνουργός που είμαι,
αφού έκοψα τα σχοινιά από το άρμα
και αποφάσισα να την κρατήσω εδώ δεμένη διά παντός.
Βλέπεις, αυτό το τραγούδι είναι η ζωή
που δεν μπορώ να ζήσω.
Ο Θεός, ακόμα και καθώς περνάει φευγαλέα,
αποκηρύσσει την μονογαμία ως ιδίωμα χυδαίο.
Ήθελα να την καταγράψω στους νόμους.
Όμως, ξέρεις, δεν υπάρχουν νόμοι γι αυτό.
Άντρα με τις πολλές καρδιές, είσαι ανόητος!
Το τριφύλλι έβγαλε αγκάθια φέτος
κι έκλεψε τους καρπούς απ’ τα κοπάδια
και οι πέτρες στο ποτάμι ρούφηξαν
κι αποστέγνωσαν τα μάτια των αντρών,
τη μία εποχή μετά την άλλη ανεξαιρέτως
και όλα τα κρεβάτια καταδικάστηκαν
όχι από την ηθική ή τους νόμους
μα από τον χρόνο.
***
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου