Δευτέρα 22 Μαρτίου 2010
Η γέρικη καρδιά του νάνου
Είναι αλήθεια. Μεγάλη αλήθεια.
Ποτέ δεν ένιωσα άνετα με τη ζωή.
Σάπιζα κι ήμουν παιδί ακόμα.
Henderson , ο βασιλιάς της βροχής, του Saul Bellow
Όταν ξαπλώνομαι στο έρωτα
η γέρικη καρδιά του νάνου αποδοκιμάζει.
Γεννήθηκε γριά, σαν βλάκας,
τα μάτια της ανοίγουν μέσα από τριάντα μία
παχιές πτυχώσεις δέρματος
να με κοιτάξουν άγρια
πάνω σε τούτο το τρεμάμενο κρεβάτι.
Γνωρίζει από τι σαπίλα είμαστε φτιαγμένοι.
Όταν πληγώνεται, γίνεται απότομη.
Τώρα είναι συμπαγής, σαν λίπος,
σαν κότα πράσινη στη σκόνη
που ασθμαίνει. Όμως, αν δω στον ύπνο μου τον έρωτα,
τότε τα όνειρά μου είναι για ξένους που γρυλίζουν.
Εκείνη, παράξενη, παράξενη και διεφθαρμένη,
ονειρεύεται ότι...
Μα Θεέ μου, πόσα πράγματα γνωρίζει!
Χειρότερα ακόμα, πόσες πληγές κρατά
στα χέρια της να φωλιάζουν εκεί σαν σοδειά
παρατημένου αγρού. Μα στα καλύτερά της
είναι ολόκληρη μυς κατακόκκινος
που σφύζει καθώς την καλοπιάνει ο χρόνος.
Όπου κι αν πάω, πηγαίνει.
Ω, τώρα που ξαπλώνομαι στον έρωτα
πόσο αλλόκοτα τα χέρια της ανοίγουν,
με τι υπομονή ξεμπλέκω τους καρπούς της
ίδιους κόμπους. Παλιό στολίδι, παλιά γυμνή γροθιά,
κι αν φόραγα εβδομήντα πανωφόρια
πάλι δε θα μπορούσα να σε κρύψω...
Από μάνα και πατέρα είμαι φτιαγμένη.
***
Η παρούσα μετάφραση περιλαμβάνεται στην ανθολογία "Anne Sexton - Ποιήματα" που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Printa.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου